- αἰωνόβιος
- αἰωνό-βιος, der ewig lebende
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αἰωνόβιος — immortal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιωνόβιος — ια, ιο (Α αἰωνόβιος, ιον) αυτός που ζει στους αιώνες, αιώνιος, αθάνατος νεοελλ. μακρόβιος, πολύχρονος αρχ. 1. ως τίτλος τών βασιλέων τής Αιγύπτου 2. ως τίτλος τού Θεού μτγν.. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰὼν + βίος] … Dictionary of Greek
αιωνόβιος — α, ο αυτός που έχει μακρά ζωή, μακρόβιος: Στο χωριό ζούσαν και δυο αιωνόβιοι γέροι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰωνόβιον — αἰωνόβιος immortal masc/fem acc sg αἰωνόβιος immortal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰωνοβίῳ — αἰωνόβιος immortal masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰωνόβιε — αἰωνόβιος immortal masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… … Dictionary of Greek
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
δασμόβιος — α, ο (για βιομηχανικές ή άλλες επιχειρήσεις) όποιος διατηρείται μόνο και μόνο επειδή τόν προστατεύει το δασμολογικό καθεστώς, οι δασμοί που έχουν επιβληθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασμός + βίος < βίος (πρβλ. αιωνόβιος, μακρόβιος, μηχανόβιος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δασόβιος — α, ο (για ζώα και φυτά) όποιος ζει και αναπτύσσεται σε δάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + βίος < βίος (πρβλ. αιωνόβιος, δασμόβιος, μηχανόβιος)] … Dictionary of Greek
δηρόβιος — και δωρ. τ. δαρόβιος ον (Α) αιωνόβιος, μακροχρόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δηρός + βίος] … Dictionary of Greek